- ἱματιοπωλικόν
- ἱμᾰτιο-πωλικόν (sc. τέλος), τό,A tax on clothes-dealers, PLeipz.5.7 (Ber.Sächs.Ges.d.W.37.245 (iii A.D.)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιματιοπωλικός — ἱματιοπωλικός καί ἱματοπωλικός, όν (Α) [ιματιοπώλης) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱματιοπωλικόν και ἱματοπωλικόν φόρος που κατέβαλλαν οι έμποροι ιματίων … Dictionary of Greek